φεουδαλικός
Смотреть что такое "φεουδαλικός" в других словарях:
φεουδαλικός — φεουδαλικός, ή, ό και φεουδαρχικός, ή, ό επίρρ. ά αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο φέουδο ή το φεουδάρχη ή το φεουδαλισμό, ο τιμαριωτικός: Φεουδαλικό σύστημα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φεουδαλικός — ή, ό, Ν φεουδαρχικός. επίρρ... φεουδαλικώς και φεουδαλικά Ν κατά το φεουδαλικό σύστημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. feodal, αγγλ. feudal < μτγν. λατ. feodalis / feudalis < feodum / feudum (βλ. λ. φέουδο). Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στον Γερ.… … Dictionary of Greek
έντριτος — (AM ἔντριτος, ον) (για σχοινί) φρ. «ἔντριτον λίνον ή σπαρτίον ή σχοινίον» το σχοινί που κατασκευάζεται από τρία συνεστραμμένα έμβολα*, δηλ. από τρεις κλωστές, τριπλό, τρίμπουλο, τρίκλωνο μσν. 1. αυτός που μεσιτεύει, ο μεσεγγυητής 2. το ουδ. ως… … Dictionary of Greek
εντριτεία — ἐντριτεία, η (Μ) το έντριτον,:φεουδαλικός φόρος ίσος με το ένα τρίτο τού εισοδήματος … Dictionary of Greek
καβαλλαρικός — καβαλλαρικός, ή, όν (AM, Μ και καβαλαρικός, ή, όν) [καβαλλάριος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή αρμόζει σε άλογα «τὰ καβαλλαρικὰ θέματα», Θεοφ.) μσν. 1. το ουδ. ως ουσ. τo καβαλλαρικόν οι ιππείς, το ιππικό 2. φρ. «καβαλαρικὸν ἀπὸ τρίτου»… … Dictionary of Greek
φεουδαλισμός — Κοινωνικό και πολιτικό σύστημα, που άκμασε κυρίως κατά τον 9o 13o αι., ιδίως στα δυτικοευρωπαϊκά κράτη που προήλθαν από τη διάλυση της αυτοκρατορίας των Kαρολιδών (σημερινή Γαλλία, Γερμανία κλπ.). Το φαινόμενο έχει την αρχή του στην τελευταία… … Dictionary of Greek
φεουδαρχικός — ή, ό επίρρ. ά βλ. φεουδαλικός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)